- ὑστερησμός
- ὑστερ-ησμός, ὁ,A arrears,
οὐδέποτε ἐν ὑ. γενάμενοι τῶν βασιλικῶν φόρων PMasp.2ii 19
, cf. 19.13, 283.4, PFlor.296.52 (all vi A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οὐδέποτε ἐν ὑ. γενάμενοι τῶν βασιλικῶν φόρων PMasp.2ii 19
, cf. 19.13, 283.4, PFlor.296.52 (all vi A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υστερησμός — ὁ, Μ καθυστέρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑστερῶ + κατάλ. η σμός, κατά τα ουσ. σε ισμός (< ρ. σε ίζω), πρβλ. ναυαγ ησμός: ναυαγῶ, νουθετ ησμός: νουθετῶ] … Dictionary of Greek